τροφοτροπισμός

τροφοτροπισμός
ο, Ν
βιολ. φυσιολογική αντίδραση βάσει τής οποίας τα ψάρια τρέπονται προς τα εκεί όπου υπάρχει αφθονία τροφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροφή + τροπισμός (ΙΙ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”